Υποναύαρχος Αλέξανδρος Πιλάτος Σακελλαρίου ΠΝ
Διατελέσαντες Αρχηγοί ΓΕΝ
του Ευαγγέλου (Α.Μ. 183)
Μάνδρα Ελευσίνας, 01.01.1887-Αθήνα, 07.07.1982
Εισήλθε στη Σ.Ν.Δ. στις 04.11.1902 και αποφοίτησε στις 08.07.1906 ως μάχιμος Σημαιοφόρος. Προήχθη σε Ανθυποπλοίαρχο στις 29.03.1910, σε Υποπλοίαρχο στις 02.07.1913 και σε Υποπλοίαρχο Α’ Τάξης στις 03.11.1914 (αναδρομικά από τις 17.10.1914). Στις 21.06.1917, μετά την επικράτηση του Ελ. Βενιζέλου (Ιούνιος 1917), τέθηκε σε διαθεσιμότητα και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση (φρούριο ίτζεδίν Κρήτης) από το Στρατοδικείο του Α’ Σώματος Στρατού. Ακολούθως, αποτάχθηκε στις 18.05.1919. Στις 10.11.1920, ύστερα από τη Μεταπολίτευση του Νοεμβρίου του 1920, επανήλθε στη μόνιμη υπηρεσία ως μηδέποτε απομακρυνθείς, παράλληλα δε ακυρώθηκε η καταδικαστική πράξη του Στρατοδικείου. Στις 02.12.1920, προήχθη σε Πλωτάρχη (αναδρομικά από τις 26.12.1917) και αυθημερόν σε Αντιπλοίαρχο αναδρομικά από τις 25.06.1920). Στις 12.09.1923, μετά την Επανάσταση του Σεπτεμβρίου του 1922, αποστρατεύθηκε ως Πλοίαρχος ε.α. Αμέσως μετά την εκδήλωση του Κινήματος Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη Οκτώβριος 1923), συνελήφθη και κρατήθηκε στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας, αλλά λίγες μέρες αργότερα αφέθηκε ελεύθερος ελλείψει στοιχείων. Στις 24.07.1925, ύστερα από το Κίνημα Παγκάλου (Ιούνιος 1925), επανήλθε στη μόνιμη υπηρεσία με το βαθμό του Αντπτλοιάρχου ως μηδέποτε αποστρατευθείς. Στις 22.10.1932, προήχθη σε Πλοίαρχο και στις 23.03.1935 σε Υποναύαρχο. Στις 26.12.1943, τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία ως Αντιναύαρχος ε.α. Ωστόσο, στις 04.09.1946 α. ακλήθηκε η αποστρατεία του, προήχθη σε Υποπναύαρχο αναδρομικά από τις 31.12.1943 και θεωρήθηκε ότι αποστρατεύθηκε την 01.01.1944. Στις 15.02.1963, του απονεμήθηκε ο τίτλος του Επίτιμου Αρχηγού του ΓΕΝ.
Υπηρέτησε σε πλοία επιφάνειας, καθώς και σε επιτελικές και διοικητικές θέσεις.
Φοίτησε στη Ναυτική Σχολή Πολέμου και έλαβε Πτυχίο Εξειδίκευσης Επιτελούς.
Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, υπηρέτησε επί του θωρηκτού ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ και έλαβε μέρος στις ναυμαχίες της Έλλης (03.12.1912) και της Λήμνου (05.01.1913) , καθώς και στις λοιπές πολεμικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της απελευθέρωσης της Λήμνου (08.10.1912), της Ίμβρου (18.10.1912), της Σαμοθράκης (19.10.1912), της Τενέδου (24.10.1912), της Χερσονήσου του Άθω (02.11.1912) της Λέσβου (Νοέμβριος 1912), της Καβάλας (26.06.1913) και του Δεδεαγάτς (σημ. Αλεξανδρούπολης, 11.07.1913).
Επίσης, έλαβε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας με το βαθμό του Αντιπλοιάρχου ως Κυβερνήτης των αντιτορπιλικών ΛΟΓΧΗ (1920-1921), ΙΕΡΑΞ (1921) και ΝΙΚΗ (1922).
Κατά το Μεσοπόλεμο, διατέλεσε, ως Αντιπλοίαρχος, Κυβερνήτης του βοηθητικού στόλου ΑΜΦΙΤΡΙΤΗ (1925) και του αντιτορπιλικού ΑΕΤΟΣ (1926), Διοικητής της Ναυτικής Αμυντικής Περιοχής Θεσσαλονίκης (1926-1927) και της Ναυτικής Σχολής Πολέμου (1928-1929), καθώς και Κυβερνήτης του εκπαιδευτικού ΑΡΗΣ (1930).
Στη συνέχεια, υπηρέτησε ως Γενικός Διευθυντής Ναυστάθμου (1932, Πλοίαρχος), Διοικητής του Στολίσκου Αντιτορπιλικών (1932- 1933, 1933-1934 Πλοίαρχος και 1935, Πλοίαρχος/Υποναύαρχος) και Αρχηγός Ελαφρού Στόλου (1935-1936, Υποναύαρχος).
Διατελώντας Αρχηγός του ΓΕΝ από το 1937 (Υποναύαρχος), μέσα στη γενική σύγχυση που επικρατούσε τις μέρες πριν από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1941 και μετά την παραίτηση του Υπουργού των Ναυτικών Ιπ. Παπαβασιλείου, ανέλαβε αυτοβούλως την πολιτική ηγεσία του Ναυτικού. Η ενέργεια του επισημοποιήθηκε στις 20.04.1941, παράλληλα δε, ανέλαβε και Αντιπρόεδρος στην κυβέρνηση του Εμ. Τσουδερού.
Στις 25.04.1941, την παραμονή της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα, αναχώρησε για την περιοχή του Άργους όπου βρισκόταν το στρατηγείο του Βρετανού Στρατηγού Γουίλσον (Wilson). Μετά διήμερο, έφθασε στη Σούδα αεροπορικώς και από εκεί στην Αλεξάνδρεια, στις 12.05.1941, επιβαίνοντας στο αυστραλιανό συνοδό AUKLANT. Στη Μέση Ανατολή διατέλεσε Αρχηγός Στόλου (1941-1943, Υποναύαρχος), συγχρόνως διατηρώντας τα καθήκοντα του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και του Υπουργού των Ναυτικών μέχρι τις 04.05.1942.
Το Μάιο του 1935, ως Υποναύαρχος, υπήρξε Πρόεδρος του Η’ Έκτακτου Στρατοδικείου το οποίο δίκασε τους πολιτικούς που είχαν λάβει μέρος στο Κίνημα του Μαρτίου του 1935 (Ελ. Βενιζέλου).
Συμμετέσχε στο Κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου (Αύγουστος 1909, Σημαιοφόρος) και το Κίνημα του Υποπλοιάρχου Κ. Τυπάλδου (Α.Μ. 64) (Οκτώβριος 1909, Σημαιοφόρος).
Εκλέχθηκε Βουλευτής Αττικοβοιωτίας (1946- 1950 και 1950-1951, ως αρχηγός του Πανελλήνιου Εθνικού Κόμματος). Χρημάτισε Υπουργός Εφοδιασμού (1947, κυβέρνηση Κ. Τσαλδάρη), Υπουργός των Ναυτικών (1947- 1948, κυβέρνηση Θ. Σοφούλη) και Εθνικής Αμυνας (1951-1952, κυβέρνηση Ν. Πλαστήρα).
Τιμήθηκε:
- στις 25.02.1925, με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, επειδή: αναμφισβητήτως διεκρίθη επ’ ανδραγαθία και στρατιωτική αξία εν πολεμώ,
- στις 27.10.1941, με τον Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξης, ως Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός των Ναυτικών,
- στις 31.08.1946, με τον Πολεμικό Σταυρό Α’ Τάξης, επειδή: διατελέσας Αρχηγός του ΓΕΝ κατά τον Πόλεμον 1940-1941, διηύθυνεν τας επιχειρήσεις του Ελληνικού Ναυτικού εις την Αδριατικήν, ως και τας μεταφοράς υλικού και στρατού εις τας λοιπός θαλάσσας, ώστε να επιφέρη καίρια πλήγματα κατά του εχθρού και να διατηρήση τας επιστρατευθείσας συνάμεις το Έθνους εις πλήρη απόδοσιν. Ομοίως, κατά την αποχώρησιν του Στόλου εξ Ελλάδος, ετέθη επικεφαλής του Ναυτικού και ωργάνωσε τούτο κατά την περίοδον της συνεχίσεως του αγώνος εν Μέση Ανατολή, επιτυχών την εξαίρετον αυτού συμβολήν εις την νίκην των συμμαχικών όπλων,
- στις 31.08.1946, με το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων, επειδή: διατελέσας Αρχηγός του ΓΕΝ κατά την προπολεμικήν περίοδον, υπήρξεν ο οργανώσας το Ναυτικόν ώστε τούτο να ευρεθή ετοιμοπόλεμον ευθύς ως εκλήθη να υπεράσπιση επιτυχώς τας ελληνικός θαλάσσας και να επιφέρη καίρια πλήγματα κατά των εχθρικών θαλασσίων συγκοινωνιών,
- την 01.07.1947, με τον Ταξιάρχη του Αριστείου Ανδρείας επειδή: κατά την διάρκειαν του πολέμου εν Ελλάδι (1940- 1941), ωργάνωσεν επιτυχώς τας επιχειρήσεις του Ναυτικού και τας μεταφοράς στρατού και υλικού, κατά τας ημέρας δε της καταρρεύσεως, ετέθη επικεφαλής του Ναυτικού και συνέβαλε τα μέγιστα εις την αποχώρησιν του Στόλου εξ Ελλάδος δια την συνέχισιν του αγώνος εν Μέση Ανατολή όπου, ως Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός των Ναυτικών, επέτυχε την ταχίστην και πλήρη αναδιοργάνωσιν τούτου, κατόπιν δε ως Αρχηγός Στόλου, συνέβαλεν εις τον εντατικόν αγώνα του Ναυτικού, παρά το πλευράν των Συμμάχων, επιδείξας πάντοτε εξαίρετον ικανότητα, υπέροχον ηθικόν, θάρρος, ψυχραιμίαν και ανωτέραν αντίληψιν καθήκοντος .
Έγραψε τα Εγχειρίδιον Αρμενιστού (1915, 1937, 1958, 1991), Ιστορία του Πυροβολικού κατά την Δύσιν της Μεσαιωνικής Ημών Αυτοκρατορίας (1926, έπαινος Ακαδημίας Αθηνών), Η Θέσις της Ελλάδος εις τον Δεύτερον Παγκόσμιον Πόλεμον (1945), Ταξιδεύοντας (1957), Απ’ τις Γέφυρες και τα Καρρέ (1967), Ένας Ναύαρχος Θυμάται (χ.χ.) και Απομνημονεύματα ενός Ναυάρχου (χ.χ.).