Αντιναύαρχος Πύρρος Λάππας ΠΝ
Διατελέσαντες Αρχηγοί ΓΕΝ
του Δημητρίου (Α.Μ. 329)
Αδήνα, 31.12.1899-Αθήνα, 17.06.1981
Εισήλθε στη Σ.Ν.Δ. στις 10.10.1915, αποφοίτησε στις 10.01.1920 ως μάχιμος Δόκιμος Σημαιοφόρος και στις 04.05.1920 ονομάστηκε Σημαιοφόρος. Προήχθη σε Ανθυποπλοίαρχο στις 20.05.1921. Στις 25.07.1924, στη διάρκεια της «Απεργίας του Ναυτικού» (Ιούνιος 1924), αποστρατεύθηκε με αίτησή του, αλλά στις 28.08.1924 επανήλθε στη μόνιμη υπηρεσία ως μηδέποτε αποστρατευθείς. Ακολούθως, προήχθη σε Υποπλοίαρχο στις 22.04.1925, σε Πλωτάρχη στις 22.10.1932, σε Αντιπλοίαρχο στις 22.10.1938, σε Πλοίαρχο στις 10.01.1944 (αναδρομικά από τις 09.11.1943), σε Υποναύαρχο στις 13.09.1949 και σε Αντιναύαρχο στις 06.10.1952, αποστρατεύθηκε δε στις 13.09.1958 ως Αντιναύαρχος ε.α. Στις 13.10.1958, ανακλήθηκε στην ενέργεια και την 01.11.1960 επαναφέρθηκε στην εφεδρεία. Στις 15.02.1963, του απονεμήθηκε ο τίτλος του Επίτιμου Αρχηγού του ΓΕΝ.
Φοίτησε στη Σχολή Πυροβολικού (1922), τη Σχολή Τορπιλών (1927-1928) και τη Ναυτική Σχολή Πολέμου (1937-1938). Έλαβε Πτυχίο Εξειδίκευσης Επιτελούς.
Υπηρέτησε σε πλοία επιφάνειας, καθώς και σε επιτελικές και διοικητικές θέσεις.
Έλαβε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας (επί του θωρηκτού ΛΗΜΝΟΣ, του αντιτορπιλικού ΘΥΕΛΛΑ και του θωρηκτού ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ).
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, διατέλεσε Κυβερνήτης του τορπιλοβόλου ΑΙΓΛΗ (1924, Ανθυποπλοίαρχος) και, ως Πλωτάρχης, των τορπιλοβόλων ΚΙΟΣ (1934-1935) και ΠΡΟΥΣΣΑ, παράλληλα δε, Διοικητής Μοίρας Τορπιλοβόλων (1935-1936) και του αντιτορπιλικού ΣΠΕΤΣΑΙ (1935), ως δε Αντιπλοίαρχος, εκ νέου του ΣΠΕΤΣΑΙ (1938) και του αντιτορπιλικού ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α’, συγχρόνως δε, Αρχιεπιστολέας του Ανώτερου Διοικητή Αντιτορπιλικών (1939- 1941).
Κατά τον Ελληνο-ιταλικό και τον Ελληνο- γερμανικό Πόλεμο, συνεχίζοντας την κυβέρνηση του ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α’, έλαβε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις εκείνης της περιόδου, περιλαμβανομένων της πρώτης και της τρίτης επιδρομικής ενέργειας στο Στενό του Οτράντο (Νοέμβριος 1940 και Ιανουάριος 1941). Τον Απρίλιο του 1941, το πλοίο του βρισκόταν στη δεξαμενή του Ναυστάθμου Σαλαμίνας, λόγω των σοβαρότατων ζημιών που είχε υποστεί από γερμανική αεροπορική επιδρομή (λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 13/14.04.1941), και δεν μπόρεσε να ακολουθήσει το Στόλο κατά την αποδημία του στη Μέση Ανατολή.
Κατά τους πρώτους μήνες της Κατοχής, υπηρέτησε, με το βαθμό του Αντιπλοιάρχου, στη Γενική Διεύθυνση Ναυτικού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (για το ζήτημα αυτό βλ. στον Πρόλογο). Το Δεκέμβριο του 1941 διέφυγε από την κατεχόμενη Ελλάδα και στις 27.02.1942 παρουσιάστηκε στη Μέση Ανατολή.
Εκεί, αρχικά διατέλεσε Κυβερνήτης του πλωτού συνεργείου ΗΦΑΙΣΤΟΣ (1942, Αντιπλοίαρχος). Το 1942, απεστάλη στην Αγγλία ως Αρχηγός της Αποστολής παραλαβής των κορβετών τύπου ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ. Το 1943, διατέλεσε Αρχηγός της Αποστολής παραλαβής των τεσσάρων αρματαγωγών τύπου ΛΗΜΝΟΣ από τη Νέα Ορλεάνη των Η.Π.Α και, συγχρόνως, Κυβερνήτης του αρματαγωγού ΣΑΜΟΣ (1943-1945, Αντιπλοίαρχος). Έλαβε μέρος στις αποβατικές επιχειρήσεις στο Άντζιο της Ιταλίας (Ιανουάριος 1944) και τη Νότια Γαλλία (Αύγουστος 1944), ως Διοικητής Μοίρας Αρματαγωγών (Πλοίαρχος).
Μετά το ΕΓ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέλαβε, με το βαθμό του Πλοιάρχου, καθήκοντα Κυβερνήτη του αντιτορπιλικού ΜΙΑΟΥΛΗΣ και, παράλληλα, Διοικητή του 12ου Στολίσκου Αντιτορπιλικών (1945-1946), Ανώτερου Διευθυντή Προσωπικού Ναυτικού (1946-1947), Ανώτερου Τεχνικού Διευθυντή (1947), Ανώτερου Διοικητή Ελαφρών Σκαφών (1947- 1949) και, συγχρόνως, Ανώτερου Διοικητή Υποβρυχίων, καθώς και Αρχηγού Στόλου (1949).
Ακολούθως, διατέλεσε Αρχηγός Ναυτικών Διοικήσεων και, παράλληλα, Γενικός Επιθεωρητή Ναυτικού (1949-1950, Υποναύαρχος) και Υπαρχηγός ΓΕΝ (1949). Επίσης, διατέλεσε Αρχηγός Στόλου (1950- 1952, Υποναύαρχος/Αντιναύαρχος), και, συγχρόνως, Αρχηγός Ναυστάθμου (1951- 1952) και Γενικός Επιθεωρητής Ναυτικού (1952). Τέλος, διατέλεσε Αρχηγός του ΓΕΝ και COMEDEAST (1952-1958, Υποναύαρχος/Αντιναύαρχος).
Κατά την περίοδο της ανάκλησή του στην ενέργεια από την εφεδρεία από την εφεδρεία, υπηρέτησε ως Αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του Βασιλιά Παύλου (1958-1960, Αντιναύαρχος).
Επίσης, έλαβε ενεργό μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του Εμφυλίου ως Ανώτερος Ναυτικός Διοικητής Επιχειρήσεων με έδρα το Βόλο (Πλοίαρχος/Υποναύαρχος).
Χρημάτισε Πρόεδρος της Ελληνικής Θαλάσσιας Ένωσης (1958-1980, Αντιναύαρχος ε.α.), Μέλος (1953-1954 και 1969-1980) και Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων της Ελλάδος (1961- 1968), καθώς και μέλος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής (1965-1980).
Τιμήθηκε:
– στις 14.09.1944, με τον Πολεμικό Σταυρό Ρ Τάξης, επειδή: δια των συνεχών και αόκων προσπαθειών του, συνέβαλεν ώστε το πλοίον του να καταστή ικανόν προς επιτυχή διεξαγωγήν πολεμικών αποστολών (Κυβερνήτης του ΣΑΜΟΣ), και
– στις 11.12.1945 με το Μετάλλιο Εξαιρέτων Πράξεων, για: την εξαιρετικήν ικανότητα και εργατικότητα ας επέδειξε καθ’ όλην την διάρκεια του πολ ‘μεου, ως και την ανωτέραν αντίληψιν εν τω κύκλω των καθηκόντων του, ιδία δε δια την δράσιν του εις τας επιχειρήσεις της Ιταλίας ως Διοικητής αρματαγωγών (απόβαση Άντζιο, Ιανουάριος 1944), και
Συνέταξε το Εγχειρίδιον Ελέγχου Βλαβών των Β. Πλοίων για το οποίο, στις 13.09.1949, του εκφράστηκε η ευαρέσκεια του Υπουργού των Ναυτικών.