Υποναύαρχος Αλφρέδος Λεοντόπουλος ΠΝ
Διατελέσαντες Αρχηγοί ΓΕΝ
του Λόντου (Α.Μ. 221)
Αροάνεια Καλβρύτων, 20.12.1893 – Αθήνα, 20.06.1984
Εισήλθε στη Σ.Ν.Δ. στις 14.10.1908 και αποφοίτησε στις 19.07.1912 ως μάχιμος Σημαιοφόρος. Προήχθη σε Ανθυποπλοίαρχο στις 25.07.1913, σε Υποπλοίαρχο στις 21.05.1916 και σε Υποπλοίαρχο Α’ Τάξης στις 19.07.1916 (αναδρομικά από τις 21.05.1916). Την 01.10.1916, προσχώρησε στην Εθνική Άμυνα και κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη. Στις 25.06.1920, προήχθη σε Πλωτάρχη. Στις 29.06.1922, μετά τη Μεταπολίτευση του Νοεμβρίου του 1920, τέθηκε σε διαθεσιμότητα από την οποία ανακλήθηκε στις 15.09.1922, ύστερα από την Επανάσταση του Σεπτεμβρίου του 1922. Ακολούθως, προήχθη σε Αντιπλοίαρχο στις 26.01.1926, σε Πλοίαρχο στις 09.09.1935 και σε Υποναύαρχο στις 13.02.1945 (αναδρομικά από τις 06.05.1943), αποστρατεύθηκε δε στις 02.01.1946 ως Αντιναύαρχος ε.α. Στις 05.10.1946, επαναφέρθηκε στη μόνιμη υπηρεσία ως μηδέποτε αποστρατευθείς και στις 31.08.1949 αποστρατεύθηκε, οριστικά, ως Αντιναύαρχος ε.α.
Φοίτησε στη Ναυτική Σχολή Πολέμου (1925- 1926) και έλαβε Πτυχίο Εξειδίκευσης Επιτελούς.
Υπηρέτησε σε πλοία επιφάνειας, καθώς και σε επιτελικές και διοικητικές θέσεις.
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, υπηρέτησε στο θωρηκτό ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ και έλαβε μέρος στις ναυμαχίες της Έλλης (03.12.1912) και της Λήμνου (05.01.1913), καθώς και στις λοιπές πολεμικές επιχειρήσεις, περιλαμβανομένης της απελευθέρωσης της Λήμνου (08.10.1912), της Ίμβρου (18.10.1912), της Σαμοθράκης (19.10.1912), της Τενέδου (24.10.1912) , της Χερσονήσου του Άθω (02.11.1912) , της Λέσβου (Νοέμβριος 1912), της Καβάλας (26.06.1913) και του Δεδεαγάτς (σημ. Αλεξανδρούπολης, 11.07.1913).
Ακολούθως, διατέλεσε Κυβερνήτης του τορπιλοβόλου ΘΕΤΙΣ (1917, Υποπλοίαρχος A’ Τάξης) και έλαβε μέρος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως Κυβερνήτης του τορπιλοβόλου ΑΙΓΛΗ (1917, Υποπλοίαρχος Α’ Τάξης), στις δε 19.04.1918, του εκφράστηκε η ζωηρά ευαρέσκεια του Υπουργού των Ναυτικών για: την γενναιότητα και δραστηριότητα μεθ’ ης ενήρΥησε την καταδίωξιν εμφανισθέντος την 8ιν Απριλίου 1918 υποβρυχίου.
Κατόπιν, ως Πλωτάρχης, διατέλεσε Κυβερνήτης των αντιτορπιλικών ΛΟΓΧΗ (1922) , ΒΕΛΟΣ (1922-1923) και ΘΥΕΛΛΑ (1923) και, ως Αντιπλοίαρχος, Διοικητής του Κεντρικού Προγυμναστηρίου (1926-1927), Διοικητής της Σχολής Υπαξιωματικών Μηχανικών, παράλληλα δε, Κυβερνήτης του πλωτού συνεργείου ΗΦΑΙΣΤΟΣ (1929-1930), Κυβερνήτης των αντιτορττιλικών ΛΕΩΝ (1930- 1931) και ΣΦΕΝΔΟΝΗ (1931), του ελαφρού καταδρομικού ΕΛΛΗ (1931) και των αντιτορττιλικών ΥΔΡΑ (1935).
Μετά την προαγωγή του σε Πλοίαρχο, υπηρέτησε ως Κυβερνήτης του αντιτορπιλικού ΛΕΩΝ, συγχρόνως δε, Διοικητής τη Β’ Μοίρας Αντιτορπιλικών (1935-1936,), εκ νέου του ελαφρού καταδρομικού ΕΛΛΗ (1936), Διευθυντής Προσωπικού του Ναυστάθμου Σαλαμίνας (1936-1938), Διευθυντής Διοίκησης του Υπουργείου των Ναυτικών (1938-1939), και Κυβερνήτης του αντιτορπιλικού ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ και, συγχρόνως, Διοικητής τη Α’ Μοίρας Αντιτορπιλικών (1939-1941).
Με αυτή την τελευταία ιδιότητα, έλαβε μέρος στον Ελληνο-ιταλικό και τον Ελληνο-γερμανικό Πόλεμο, μετέχοντας στις ναυτικές επιχειρήσεις εκείνης της περιόδου, περιλαμβανομένων της πρώτης και της τρίτης επιδρομικής ενέργειας στο Στενό του Οτράντο (Νοέμβριος 1940 και Ιανουάριος 1941).
Στα τέλη Απριλίου του 1941, λίγες μέρες πριν από την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, ακολούθησε το Στόλο κατά την αποδημία του στη Μέση Ανατολή με το ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ .
Ακολούθως, ως Πλοίαρχος, διατέλεσε Ανώτερος Επόπτης Εμπορικής Ναυτιλίας στο Πορτ Σάιδ (1941) και Ναυτικός Ακόλουθος Ουάσινγκτον 1941-1945).
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως Υποναύαρχος, ανέλαβε καθήκοντα Υπαρχηγού ΓΕΝ (1946), Αρχηγού ΓΕΝ (1946-1947), Αρχηγού Ναυτικής Εκπαίδευσης (1947) και Αρχηγού Ναυτικών Διοικήσεων (1947 και 1947- 1949).
Το 1947, υπήρξε μέλος του Συμβουλίου Αποσυμφόρησης Στελεχών του Ναυτικού (1947, Υποναύαρχος).
Χρημάτισε Μέλος της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων της Ελλάδος (1935- 1936).
Στις 31.10.1943, τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό Ρ Τάξης, επειδή: κατά την στιγμήν της καταρρεύσεως της Πατρίδος, [Κυβερνήτης του αντιτορπιλικού ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ], υττερνικήσας πάσας τας παρουσιασθεισας πολεμικός δυσχερείας και αποκρούσας τας εχθρικός προσβολάς, επέτυχεν εν τέλει να φέρη το πλοίον του εις Αλεξάνδρειαν προς συνέχισιν του αγώνος.